ἀκονιτικός

ἀκονιτικός
ἀκονῑτικός, ή, όν,
A made of ἀκόνιτον, X.Cyn.11.2.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ακονιτικός — ή, ό (Α ἀκονιτικός, ή, όν) [ἀκόνιτον] ο παρασκευασμένος από ακόνιτο …   Dictionary of Greek

  • ακόνιτο — (aconitum). Επιστημονική ονομασία γένους ποωδών, πολυετών φυτών της οικογένειας των ρανουγκουλιδών. Περιλαμβάνει περισσότερα από 60 είδη της Ευρώπης, της Ασίας και της Βόρειας Αμερικής. Τα φυτά αυτά έχουν ψηλό βλαστό που μπορεί να φτάσει σε ύψος… …   Dictionary of Greek

  • ἀκονιτικῷ — ἀκονῑτικῷ , ἀκονιτικός made of masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”